ετεροαντιγόνο

ετεροαντιγόνο
το
ιατρ. αντιγόνο που προκαλεί την ανάπτυξη αντισωμάτων στον ορό αίματος ατόμων διαφορετικού είδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + αντιγόνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”